- μαρσίππιον
- μαρσίππιονbagneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρσιππίοισιν — μαρσίππιον bag neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσιππίου — μαρσίππιον bag neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσιππίῳ — μαρσίππιον bag neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίππια — μαρσίππιον bag neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή … Dictionary of Greek
φαγύλιον — τὸ, Α [φάγυλοι] (κατά τον Φώτ.) «μαρσίππιον» … Dictionary of Greek
ՔՈՒՐՁ — (քրձի.) NBH 2 1013 Chronological Sequence: Early classical գ. (յորմէ ռմկ. քուրջ ). σάκκος եւ μάρσιππος , μαρσίππιον saccus, cilicium եւ marsupium, crumena θέμα capsula. (գրի վրիպակաւ եւ Քուրց.) Խորդ. Խարազն. գործուած ʼի խոշոր մազից այծեաց կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)